19/7/14

Μουντιάλ 2014: Ψάχνοντας την Εθνική Βραζιλίας

Βραζιλία 1958: Πελέ, Γκαρίντσα, Ζαγκάλο, Βαβά
Βραζιλία 1970: Πελέ, Τοστάο, Ριβελίνο, Ζαϊρζίνιο
Βραζιλία 1982: Σόκρατες, Ζίκο, Έντερ, Σερζίνιο
Βραζιλία 1994: Ρομάριο, Μπεμπέτο, Ραϊ, Λεονάρντο
Βραζιλία 2002: Ρονάλντο, Ριβάλντο, Ροναλντίνιο, Ζουνίνιο, Κακά
Βραζιλία 2014: Φερναντίνιο, Παουλίνιο, Ραμίρες, Λουίς Γκουστάβο, Ερνάνες…

Οι ομάδες της Βραζιλίας που έμειναν στην ιστορία, είτε κατέκτησαν το Μουντιάλ είτε όχι, είχαν να περηφανεύονται για τις επιθετικές τριάδες, τετράδες (ή και πεντάδες!) και για τους υπέροχους αρτίστες που ομόρφαιναν το παιχνίδι τους και τη διοργάνωση γενικότερα. Η Βραζιλία του 2014 όμως θα μείνει στην ιστορία για την πεντάδα των αμυντικών μέσων που στρίμωξε ο Σκολάρι στην 23άδα: Φερναντίνιο, Παουλίνιο, Ραμίρες, Λουίς Γκουστάβο, Ερνάνες. Ναι, έπαιξε και ο Νεϊμάρ. Και ο Όσκαρ, ο Γουίλιαν, ο Χουλκ και ο Μπερνάρντ. Και (ίσως αν θυμάμαι καλά...) ο Φρεντ και ο Ζο. Με το Μουντιάλ να περνάει πλέον στην ιστορία, εγώ πάντως αναρωτιέμαι: Η Βραζιλία έπαιξε στην διοργάνωση;

Ρητορική ερώτηση, θα πει κάποιος. Ναι η Βραζιλία ήταν παρούσα, όπως σε κάθε Μουντιάλ ήταν και θα είναι άλλωστε. Η ενδεκάδα της με τις κίτρινες φανέλες και τα μπλε σορτς παρατάχθηκε στο γήπεδο. Το θρυλικό έμβλημα με τα αρχικά CBF και τα 5 αστέρια κοσμούσε τη φανέλα στο ύψος της καρδιάς. Οι Βραζιλιάνοι διεθνείς συναγωνίζονταν σε ένταση τα ηχεία των σταδίων τραγουδώντας με πάθος τον Εθνικό Ύμνο της χώρας. Και στις εξέδρες, μία λαοθάλασσα ντυμένη στα κίτρινα έδινε χρώμα και παλμό στηρίζοντας την ομάδα. Κάπου εκεί οι ομοιότητες με τις θρυλικές ομάδες του παρελθόντος έπαυαν να υπάρχουν. Πιο ευρωπαϊκή «σελεσάο» δεν γίνεται να υπάρξει. Παίζοντας για το αποτέλεσμα, τη νίκη, την πρόκριση, θύμιζε Τσέλσι του Μουρίνιο ή Ατλέτικο του Σιμεόνε. Που είναι το κακό, θα ρωτήσει ο δικηγόρος του διαβόλου (Σκολάρι).  Ένα ολόκληρο έθνος περίμενε το τρόπαιο, αυτό προσπάθησαν να κατακτήσουν με κυνικό και επαγγελματικό τρόπο. Σαν να ήταν η Γερμανία δηλαδή…

Γερμανία, η εθνική ομάδα που όλοι λατρεύουν να μισούν. Γιατί πολλές φορές κέρδιζε χωρίς να είναι ανώτερη. Άλλοτε με σύμμαχο την τύχη, άλλοτε με το παροιμιώδες έμφυτο πείσμα, αλλά πάντα με έμφαση στο αποτέλεσμα και αδιαφορώντας για το θέαμα και την ικανοποίηση του κοινού. Και φυσικά παρατάσοντας στο γήπεδο 11 ντερέκια με μύες, δύναμη και πολλή διάθεση για σκληρό και δυνατό παιχνίδι. Περίπου όπως η Βραζιλία του Σκολάρι δηλαδή. Με τον Φερναντίνιο να κλωτσάει ότι βρισκόταν σε ακτίνα βολής γύρω του (καημένε Χαμές…), τα στόπερ να σκοράρουν από στημένες μπάλες, τους φορ να σπρώχνουν και να σπρώχνονται και τα αμυντικά χαφ να κάνουν παρέλαση. Ραμίρες αντί Παουλίνιο, Ερνάνες αντί Λουίς Γουστάβο, Παουλίνιο αντί Φερναντίνιο κλπ κλπ.

 Ο παραλογισμός της ιστορίας ξεδιπλώθηκε σε όλο του το μεγαλείο το βράδυ της 8ης Ιουλίου. Πρώτος ημιτελικός, Βραζιλία εναντίον Γερμανίας. Με νικήτρια τη «Βραζιλία» με 7-1. Όχι, δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Η ομάδα που φορούσε τις ασπρόμαυρες φανέλες πέτυχε 7 γκολ και κέρδισε θριαμβευτικά. Αυτή η Γερμανία θα δικαιούταν να λέει ότι συνέχισε την παράδοση των θρυλικών ομάδων με τα κίτρινα και τα μπλε. Αυτή η Βραζιλία απ’ την άλλη πήρε αυτό που της άξιζε. Έπαιξε σαν Γερμανία και έχασε σαν Γερμανία. Ισοπεδώθηκε με πάταγο. Στον τελικό η ομάδα του Λεβ κατέκτησε το τρόπαιο και απέδωσε ποδοσφαιρική δικαιοσύνη. Παίζοντας ουσιαστικά αλλά και θεαματικά. Με ποιότητα, ταλέντο και επιθετικό ποδόσφαιρο. Γέμισε το κενό που άφησε η Βραζιλία δηλαδή. Την πραγματική ομάδα της οποίας ελπίζουμε να δούμε στο Μουντιάλ του 2018. Όχι όμως με 5 αμυντικά χαφ, σας παρακαλώ φίλοι Βραζιλιάνοι…

14/7/14

Λούις Σουάρες: Γεννημένος σε λάθος εποχή

Ο Λούις Σουάρες παίζει μπάλα σε λάθος αιώνα. Για την ακρίβεια άργησε να γεννηθεί 60-70 χρόνια. Η μοίρα τον έφερε στον κόσμο στο ΄Άλτο της Ουρουγουάης το 1987, και τον έχρισε πρωταγωνιστή στα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά σαλόνια στις αρχές του 21ου αιώνα. Σε ένα ποδόσφαιρο φτιαγμένο για τους χορηγούς και την τηλεόραση. Με σταρ καλά παιδιά που στόμα έχουν και μιλιά δεν έχουν (Μέσι), εγωπαθείς περσόνες με αστραφτερό χαμόγελο (Κριστιάνο), καλοντυμένους και καλοχτενισμένους τζέντλεμεν (Μπέκαμ), ελαφρόμυαλα πιτσιρίκια με λεφτά, γκόμενες και χρυσές καδένες (Μπαλοτέλι).

Αυτός εδώ ο τύπος δεν είναι σαν αυτούς. Και δεν είναι για αυτό το ποδόσφαιρο. Με το μαλλί ακούρευτο, τα γένια αξύριστα, τις γάζες στα χέρια σαν παλαιστής έτοιμος να μπει στο ρινγκ, ο Σουάρες είναι ένας αυθεντικός αλήτης του ποδοσφαίρου. Το κωλόπαιδο που έχει μάθει να επιβιώνει και να κερδίζει με όλα τα όπλα που ο Θεός του έχει δώσει. Με το τελείωμα και με τα δύο πόδια, την κλειστή ντρίπλα, την ταχύτητα, την εκρηκτικότητα, το έμφυτο ταλέντο που του χαρίστηκε και το αξιοποίησε. Αλλά και σπρώχνοντας τους αντιπάλους, βουτώντας στην περιοχή, ξεγελώντας διαιτητές, βρίζοντας ρατσιστικά ακόμα και δαγκώνοντας... Ναι και δαγκώνοντας, σαν λυσσασμένο σκυλί με τα δόντια να σημαδεύουν το λαιμό του φυσικού ή νοητού εχθρού.

Το καθωσπρέπει ποδόσφαιρο τον τιμώρησε. Και τον ξανατιμώρησε. Και τον ξανά (ξανά) τιμώρησε... Και θα τον τιμωρήσει και πάλι, μην έχετε αμφιβολία. Γιατί χαλάει την εικόνα και το γκλάμουρ του. Γιατί οι Σουάρες του ποδοσφαίρου έχουν εξαφανιστεί πριν πολλά χρόνια όπως οι δεινόσαυροι. Γιατί γεννήθηκε σε λάθος εποχή. Έπρεπε να παίζει στο Μουντιάλ του 1950, όχι του 2014. Φορώντας τη φανέλα της Ουρουγουάης στον τελικό του Μαρακανά μπροστά σε 180 χιλιάδες Βραζιλιάνους. Μαζί με τους σπουδαίους Σκιαφίνο και Βαρέλα, τους μουστακαλήδες Γκονζάλες και Τεχέρα και τον μιγά Αντράντε. Φορώντας μπότες με σιδερένιες τάπες και κλοτσώντας την πέτσινη καφέ μπάλα με τα κορδόνια. Η Ουρουγουάη του Σουάρες θα κέρδιζε φυσικά. Με τον Λούις να γίνεται θρύλος. Ο ποδοσφαιριστής που δάγκωνε, θα διαβάζαμε εμείς μετά από 60 χρόνια. Και θα κοιτούσαμε τη φάτσα του στις ασπρόμαυρες ξεθωριασμένες φωτογραφίες προσπαθώντας να καταλάβουμε τι κουβαλούσε στο μυαλό του αυτός ο τύπος με την οδοντοστοιχία που εξέχει. 

Τρέλα ίσως, θα μπορούσε να είναι η απάντηση. Οργή. Ένστικτο επιβίωσης ή επίθεσης. Ότι και να τυραννάει τα κύτταρα του εγκεφάλου του, θα συνεχίσει να τον τυραννάει. Και τον ίδιο, και την οικογένεια του, και την ομάδα του, και τον προπονητή του και τους συμπαίκτες του -και κυρίως- τους αντιπάλους του. Και τις «Φίφες και Ουέφες» του αθλήματος με τα χρυσά συμβόλαια και τους γραβατωμένους χορηγούς. Η Μπαρτσελόνα των αρτίστων και του τίκι τάκα πάντως έδωσε για αυτόν 75 εκατομμύρια λίρες. Δεν ξέρω αν έκανε καλά. Ξέρω σίγουρα ότι η ζωή στη χαλαρή Βαρκελώνη δε θα είναι η ίδια. Ο Λούις έρχεται και κουβαλάει την τρέλα του και τη μασέλα του. Ευτυχώς λέω εγώ. Δεν αντέχω άλλη διαφήμιση με Ρονάλντο-Μέσι και τα σαμπουάν τους...  
Καλώς ήρθατε στο blogspot του Footballer79!!